-
1 αντιπροσωπεία
[андипросопиа] ουσ. Θ. представительство, делегация.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αντιπροσωπεία
-
2 αντιπροσωπεία
[андипросопиа] ουσ θ представительство, делегация. -
3 αντιπροσωπεία
délégation -
4 αντιπροσωπεία
delegacja (f) rzecz. -
5 αντιπροσωπεία
1) delegace2) delegování3) zmocnění -
6 αντιπροσωπεία
delegationΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αντιπροσωπεία
-
7 mümessil
αντιπροσωπεία -
8 temsilcilik
αντιπροσωπεία, εκπροσώπηση, υποπρακτορείο -
9 vekillik
αντιπροσωπεία, αντιπροσώπευση, εκπροσώπηση -
10 délégation
αντιπροσωπεία -
11 delegace
αντιπροσωπεία -
12 delegování
αντιπροσωπεία -
13 zmocnění
αντιπροσωπεία -
14 delegation
αντιπροσωπεία -
15 delegacja
αντιπροσωπεία -
16 делегация
делегация ж η αντιπροσω πεία правительственная \делегация η κυβερνητική αντιπροσωπεία в составе \делегацияи... η αντιπροσωπεία αποτελείται από...* * *жη αντιπροσωπείαправи́тельственная делега́ция — η κυβερνητική αντιπροσωπεία
в соста́ве делега́ции... — η αντιπροσωπεία αποτελείται από...
-
17 миссия
миссия ж 1) (поручение) η αποστολή, η εντολή 2) (делегация) η αποστολή, η αντιπροσωπεία 3) (представительство) η πρεσβεία, η αντιπροσωπεία* * *ж1) ( поручение) η αποστολή, η εντολή2) ( делегация) αποστολή, η αντιπροσωπεία3) ( представительство) η πρεσβεία, η αντιπροσωπεία -
18 представительство
представительство с η αν-. τιπροσωπεία* торговое \представительство η εμπορική αντιπροσωπεία* * *сη αντιπροσωπείαторго́вое представи́тельство — η εμπορική αντιπροσωπεία
-
19 состав
состав м 1) (чего-л.) η σύνθεση; η σύσταση (структура ) 2) (совокупность людей) το σώμα, το προσωπικό; в \составе делегации... η αντιπροσωπεία αποτελείται από...· личный \состав το προσωπικό 3) ж.-д. η αμαξοστοιχία, ο συρμός* * *м1) (чего-л.) η σύνθεση; η σύσταση ( структура)2) ( совокупность людей) το σώμα, το προσωπικόв соста́ве делега́ции... — η αντιπροσωπεία αποτελείται από…
ли́чный соста́в — το προσωπικό
3) ж.-д. η αμαξοστοιχία, ο συρμός -
20 торгпредство
торгпредство с (торговое представительство) η εμπορική αντιπροσωπεία* * *с(торго́вое представи́тельство) η εμπορική αντιπροσωπεία
См. также в других словарях:
αντιπροσωπεία — Είναι μια έννοια που στο νεότερο δίκαιο έχει δύο θεμελιώδεις, αλλά εντελώς αποκλίνουσες σημασίες, σύμφωνα με το αν γίνεται χρήση της στο ιδιωτικό δίκαιο ή στο δημόσιο δίκαιο. Στο ιδιωτικό δίκαιο η α. είναι θεσμός που ανάγεται κυρίως στο ρωμαϊκό… … Dictionary of Greek
Φεράρα — (Ferrara). Πόλη της Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (130.200 κάτ.). Είναι κέντρο μιας εύφορης περιοχής με αξιόλογη βιομηχανία ζάχαρης, μεταξιού και οινοπνευματωδών ποτών. Ιδρύθηκε το 452 μ.Χ. και το 774 πέρασε στη κυριαρχία του πάπα. Το … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αποστολή — η (ΑΜ ἀποστολή) [αποστέλλω] το να αποστέλλει κανείς κάτι νεοελλ. 1. σπουδαίο έργο προς εκτέλεση, σκοπός της ζωής, προορισμός 2. ομάδα προσώπων που στέλνονται κάπου για ορισμένο σκοπό, αντιπροσωπεία 3. χώρος ή κτήριο όπου είναι εγκατεστημένη η… … Dictionary of Greek
πρεσβεία — ἡ, ΝΜΑ, και κρητ. τ. πρειγεία και πρειγηΐα και αργ. τ. πρεσγέα, ἁ, Α 1. αποστολή πρέσβεων, αντιπροσώπων για διαπραγμάτευση 2. οι πρέσβεις, οι αντιπρόσωποι 3. διαπραγμάτευση 4. εκκλ. μεσολάβηση («ταῑς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, Σῶτερ, σῶσον ἡμᾱς»,… … Dictionary of Greek
Ιερή Συμμαχία — Σύμφωνο που υπέγραψαν στις 26 Σεπτεμβρίου 1815 στο Παρίσι ο τσάρος της Ρωσίας, ο αυτοκράτορας της Αυστρίας και ο βασιλιάς της Πρωσίας. Σε αυτό προσχώρησαν και άλλοι ηγεμόνες, όπως ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ΙΗ’, αλλά απείχαν η Αγγλία (που… … Dictionary of Greek
αποκρισιαρίκιον — ἀποκρισιαρίκιον, το (Μ) 1. αποστολή αντιπροσώπων ή ανταλλαγή πρεσβευτών 2. τα μέλη της αντιπροσωπείας, η αντιπροσωπεία 3. τα μέλη της αντιπροσωπείας και τα δώρα που προσκομίζουν … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
κοινοβούλιο — Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων … Dictionary of Greek